πισσώνω — πίσσωσα, πισσώθηκα, πισσωμένος, αλείφω κάτι με πίσσα: Κατάρτι σε εικοσάκουπο καράβι πισσωμένο (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταπισσώ — καταπισσῶ, όω και αττ. τ. καταπιττῶ, όω (Α) 1. καλύπτω με πίσσα, πισσώνω 2. μτφ. χρωματίζω κάποιον με μαύρο χρώμα, μαυρίζω 3. αλείφω με πίσσα και καίω κάποιον για τιμωρία 4. αλείφω με πίσσα το δέρμα για να κάνω αποτρίχωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) *… … Dictionary of Greek
πίσσωμα — το, Ν το αποτέλεσμα τού πισσώνω, επάλειψη με πίσσα, κατράμωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πισσώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στον Ν. Παπαδόπουλο] … Dictionary of Greek
κατραμώνω — [κατράμι] αλείφω με κατράμι, πισσώνω («κατράμωσε το καράβι για να μη σαπίσει») … Dictionary of Greek
κεδρώνω — (Α κεδρῶ, όω) [κέδρος] νεοελλ. αλείφω σχοινί με κεδρία, πισσώνω, κατραμώνω αρχ. ταριχεύω, βαλσαμώνω με κεδρία … Dictionary of Greek
κωνώ — κωνῶ, άω (Α) [κώνος] 1. περιστρέφω 2. επιχρίω με πίσσα, πισσώνω … Dictionary of Greek
πίσσωση — η / πίσσωσις, εως, ΝΜΑ, αττ. τ. πίττωσις Α [πισσώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πισσώνω, επίχριση με πίσσα, πίσσωμα … Dictionary of Greek
παλαμάρω — (I) [παλαμάρι] δένω με παλαμάρι το πλοίο. (II) ναυτ. αλείφω με στεγανωτικό υλικό, συνήθως μίγμα πίσσας με λίπος και θειάφι, τα ύφαλα ξύλινου πλοίου για να μην τά διαπερνά το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spalmare «πισσώνω, καλαφατίζω»] … Dictionary of Greek
πισσαλοιφώ — έω, Α αλείφω κάτι με πίσσα, πισσώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *πισσαλοιφός (< πίσσα + αλείφω), πρβλ. μυρ αλοιφώ, ξηρ αλοιφώ] … Dictionary of Greek
πισσοκοπώ — και αττ. τ. πιττοκοπῶ, έω, Α [πισσοκόπος] 1. αλείφω κάτι με πίσσα, πισσώνω («πισσοκοπεῑν τὰς ὀροφάς», επιγρ.) 2. μέσ. πισσοκοποῡμαι, έομαι αφαιρώ τις τρίχες τής κεφαλής με έμπλαστρα από πίσσα, γεγονός θεωρούμενο ως ένδειξη έσχατης εκθήλυνσης 3.… … Dictionary of Greek